- ξεβιδώνω
- ξεβίδωσα, ξεβιδώθηκα, ξεβιδωμένος1. αποσυνδέω βγάζοντας τη βίδα.2. μτφ., κάνω κάποιον τρελό, κουράζω κάποιον υπερβολικά: Ξεβιδώθηκε με τα παιχνίδια ο μικρός. – Ξεβιδώθηκε από την κούραση.3. μτχ., ξεβιδωμένος όχι σοβαρός, γελοίος, ξεμωραμένος, ανόητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.